- αυτοφυής
- -ές (AM αὐτοφυής, -ές, Μ και αὐτόφυος, -ον)Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικόςμσν.εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλοαρχ.1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον ίδιο τόπο με κάποιον άλλο2. (για μέταλλα) καθαρός, αμιγής3. (για ύφος λόγου) απλός, απέριττος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοφυέςη ίδια η φύση, ο χαρακτήρας κάποιουII. επίρρ. αυτοφυώς (AM αὐτοφυῶς)εκ φύσεως, από τη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυής < ουσ. φυή ή φύος < φύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.